-υρός

-υρός
μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο -ρ- και φωνηεντισμό -υ-από θέματα με χαρακτήρα -υ- (πρβλ. γλάφυ: γλαφ-υ-ρός, λιγύς: λιγ-υ-ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: -αρός, -ερός*, -ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα -ερός και -ηρός που εξελίχθηκαν σε σημαντικές παραγωγικές καταλήξεις, το μόρφημα -ηρο- δεν μπορεί να θεωρηθεί δυναμική παραγωγική κατάληξη, αφού εμφανίζεται σε μικρό αριθμό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής από τα οποία αρκετά είναι πρωτόθετα (πρβλ. ἐχυρός / ὀχυρός) ή άγνωστης ετυμολογίας (πρβλ. βλοσυρός). Το μόρφημα -υρο- εμφανίζεται επίσης σε ορισμένα ουσιαστικά στα οποία, εν αντιθέσει με τα επίθ. που είναι οξύτονα, ο τόνος είναι στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ένέχυρον, ἄχυρον, άργυρος, ζέφυρος). Ορισμένα, τέλος, από τα επίθετα σε -υρός χρησιμοποιούνται και στη Νέα Ελληνική (πρβλ. ισχυρός, αλμυρός). Επίθετα σε -υρός: αλμυρός, βδελυρός, βλοσυρός, γλαφυρός, ισχυρός, λιγυρός, οχυρός, ψαθυρός·αρχ. γλαμυρός, θαμυρός, ἐχυρός, καπυρός, κινυρός, λαμυρός, λεπυρός, μινυρός, οιζυρός, φλεγυρός, ψαδυρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ψευδομάρτυς — υρος, ο, η, ΝΜΑ, και ψευδομάρτυρας και ψευτομάρτυρας, ο, Ν μάρτυρας που συνειδητά δίνει ψευδή κατάθεση, που καταθέτει ψεύτικα στοιχεία ως αληθινά ή παρασιωπά άλλα (α. «είναι γνωστός ψευδομάρτυρας» β. καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων οὐχ… …   Dictionary of Greek

  • παρθενομάρτυς — υρος, ἡ ΜΑ παρθένος μάρτυς …   Dictionary of Greek

  • προμάρτυρ — υρος, ὁ, Μ (σχετικά με κατάθεση μαρτυρίας) ο προηγούμενος μάρτυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μάρτυρ, αιολ. και δωρ. τ. τού μάρτυς*] …   Dictionary of Greek

  • προμάρτυς — υρος, ὁ, Α [μάρτυς] (σχετικά με θρησκεία) ο πρωτομάρτυρας …   Dictionary of Greek

  • στυλοπύρ — υρός, τὸ, ΜΑ φωτιά σε σχήμα στύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + πῦρ] …   Dictionary of Greek

  • συμμάρτυς — υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα 2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»] …   Dictionary of Greek

  • ψίθυρ — υρος, ὁ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «απώλεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Δευτερογενής υποχωρητ. σχημ. από το ρ. ψιθυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός …   Dictionary of Greek

  • λαμπυρός — ή, ό λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + επίθημα υρός (πρβλ. γλαφ υρός) με πιθ. επίδραση τών λαμπυρίς, λαμπυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομάρτυρας — ο, και μεγαλομάρτυς, ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, υρος και μεγαλομάρτυρ, υρος) αυτός που υπέστη μεγάλα μαρτύρια για την πίστη του, μέγας μάρτυρας τής Εκκλησίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”