- -υρός
- μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο -ρ- και φωνηεντισμό -υ-από θέματα με χαρακτήρα -υ- (πρβλ. γλάφυ: γλαφ-υ-ρός, λιγύς: λιγ-υ-ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: -αρός, -ερός*, -ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα -ερός και -ηρός που εξελίχθηκαν σε σημαντικές παραγωγικές καταλήξεις, το μόρφημα -ηρο- δεν μπορεί να θεωρηθεί δυναμική παραγωγική κατάληξη, αφού εμφανίζεται σε μικρό αριθμό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής από τα οποία αρκετά είναι πρωτόθετα (πρβλ. ἐχυρός / ὀχυρός) ή άγνωστης ετυμολογίας (πρβλ. βλοσυρός). Το μόρφημα -υρο- εμφανίζεται επίσης σε ορισμένα ουσιαστικά στα οποία, εν αντιθέσει με τα επίθ. που είναι οξύτονα, ο τόνος είναι στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ένέχυρον, ἄχυρον, άργυρος, ζέφυρος). Ορισμένα, τέλος, από τα επίθετα σε -υρός χρησιμοποιούνται και στη Νέα Ελληνική (πρβλ. ισχυρός, αλμυρός). Επίθετα σε -υρός: αλμυρός, βδελυρός, βλοσυρός, γλαφυρός, ισχυρός, λιγυρός, οχυρός, ψαθυρός·αρχ. γλαμυρός, θαμυρός, ἐχυρός, καπυρός, κινυρός, λαμυρός, λεπυρός, μινυρός, οιζυρός, φλεγυρός, ψαδυρός.
Dictionary of Greek. 2013.